σφάζει

σφάζει
σφάζω
slay
pres ind mp 2nd sg
σφάζω
slay
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σοφοκλής — I Αρχαίος Έλληνας τραγικός (Αθήνα 496 406 π.Χ.). Γιος ενός οπλοποιού, το 480 ήταν επικεφαλής του νικητήριου χορού των εφήβων κατά τον εορτασμό της νίκης της Σαλαμίνας. Το 468 σημείωσε την πρώτη νίκη στους δραματικούς αγώνες νικώντας τον Αισχύλο… …   Dictionary of Greek

  • μακελάρης — ο (λ. λατ.), θηλ. ισσα 1. αυτός που σφάζει ζώα, ο χασάπης: Δούλευε μακελάρης στα σφαγεία. 2.μτφ., αυτός που σφάζει ανθρώπους, ο φονιάς, ο αιμοχαρής: Κάποιοι μακελάρηδες εξόντωσαν μια ολόκληρη οικογένεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακάρδιος — διακάρδιος, ον (Α) φρ. «διακάρδιος ὀδύνη» πόνος που διαπερνάει την καρδιά, που σφάζει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + κάρδιος < καρδία (πρβλ. μελανοκάρδιος, σπαραξικάρδιος)] …   Dictionary of Greek

  • μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… …   Dictionary of Greek

  • μοσχοθύτης — μοσχοθύτης, ὁ (Α) αυτός που θυσιάζει ή σφάζει μόσχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχο + θύτης (< θύω «θυσιάζω»), πρβλ. βοο θύτης, μηλο θύτης] …   Dictionary of Greek

  • μοσχοτόμος — μοσχοτόμος, ον (Α) αυτός που σφάζει μόσχους, ο θυσιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λαιμο τόμος, λιθο τόμος] …   Dictionary of Greek

  • μπαμπάκι — το 1. το βαμβάκι 2. (κατ επέκτ.) ό,τιδήποτε είναι λευκό και μαλακό σαν το βαμβάκι («τα μαλλιά του έγιναν μπαμπάκι») 4. φρ. α) «σέ σφάζει με το μπαμπάκι» λέγεται για εκείνους που προξενούν ζημιά χωρίς αυτή να γίνεται αντιληπτή αμέσως β) «μπαμπάκια …   Dictionary of Greek

  • μπαϊράμι — Λέξη τουρκοπερσική, που σημαίνει γιορτή. Ειδικά ονομάζονται μ. οι δύο μεγάλες γιορτές της μουσουλμανικής θρησκείας, το μικρό μ., που λέγεται από τους Τούρκους σεκέρμ, και το κουρμπάν μ. (γιορτή των θυσιών). Οι Τούρκοι θεωρούν το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • πολυκανής — ές, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που σκοτώνει, που σφάζει πολλούς 2. φρ. «θυσίαι πολυκανεῖς» θυσίες, κατά τις οποίες σφάζονται πολλά ζώα («θυσίαι πολυκανεῖς βοτῶν ποιονόμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κανής (< καίνω «σκοτώνω»), πρβλ. δορι… …   Dictionary of Greek

  • πολυσφαγής — ές, Μ αυτός που σφάζει, που φονεύει πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σφαγής (< σφάζω*), πρβλ. νεο σφαγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”